Μπήκε μέσα στο μπάρ.Κοίταξε τριγύρω,να βεβαιωθεί πως κανένας γνωστός δεν ήταν εκεί.Κανείς δεν ήταν.Βάδισε αγέρωχα προς την μπάρα.Βρισκόταν σε γνώριμα νερά,αν και δεν είχε πατήσει ποτέ του εκεί.Απλά,τον τελευταίο καιρό,σχεδόν ζούσε σε μπάρ.Και φρόντιζε να μην πηγαίνει ποτέ στο ίδιο μπάρ.Ευτυχώς,υπήρχαν πολλά.Κάθησε στην μπάρα,ο μπάρμαν τον πλησίασε αμέσως.Παρήγγειλε το δηλητήριο της επιλογής του,το οποίο ήρθε σχεδόν αμέσως,συνοδευόμενο απο ένα μπώλ με φυστίκια,και ένα ποτήρι νερό.Άνοιξε την ασημένια ταμπακιέρα του,έβγαλε ένα τσιγάρο,το άναψε,και αυτόματα χαλάρωσε.Μάλλον υπερβολικά πολύ.Πρέπει να πέρασαν κάμποσα λεπτά,γιατί όταν η φωνή του μπάρμαν τον ξύπνησε απο τον λήθαργο,το απείραχτο τσιγάρο που έκαιγε στο τασάκι είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος του.
-Δύσκολη μέρα;
Δύσκολη δεκαετία,σκέφτηκε απο μέσα του,και κοίταξε τον μπάρμαν με ένα συγκαταβατικό μειδίαμα.Αυτός ήταν παλιά καραβάνα,κατάλαβε αμέσως οτι δεν θα υπήρχε ανάγκη για συναναστροφή με τον πελάτη,οπότε πήρε το ποτό του και έκατσε απέναντι απο την μελαχροινή σαραντάρα,με τα ομολογουμένος πολύ όμορφα πόδια,που καθόταν στην άλλη άκρη της μπάρας.
Γύρισε και την κοίταξε.Ήταν όντως εντυπωσιακή.Γιατί δεν την είχε προσέξει πρίν;Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες ήταν που τον εκνεύριζαν τόσο πολύ τον τελευταίο καιρό.Από τότε που ήταν πάλι εργένης,προσπαθούσε να εκπληρώσει το ανδρικό του πεπρωμένο,γκομενίζοντας ασύστολα.Μόνο που υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα:βαριόταν απίστευτα πολύ.Ξαναγύρισε στο ποτό του,και άναψε ένα ακόμα τσιγάρο,σκοπεύοντας αυτή τη φορά να το καπνίσει.Ήταν ακέραιος άνθρωπος,και μερικά λεπτά αργότερα,μία γόπα ήταν στο τασάκι του,και είχε χάσει κάμποσα ακόμα λεπτά απο την ζωή του.Σήκωσε το βλέμμα:στον καθρέπτη πάνω απο το μπάρ φαινόταν το ρολόι.Είχε αργήσει.
Περίμενε τον κολλητό.Άναψε ένα τσιγάρο ακόμα,και με γενναιότητα και παρρησία,αποτελείωσε το ποτό του.Έκανε νόημα στον μπάρμαν,και εκείνος φρόντισε αμέσως τον ανεφοδιάσμο.Η 40άρα έδειξε ενδιαφέρον για το γεγονός ότι παρ'όλο που βρισκόταν μόλις 10 λεπτά εκεί,βρισκόταν ήδη στο δεύτερο ποτό.Παλιά καραβάνα και εκείνη,και με μία απεριόριστη όρεξη για αλκοόλ,θεωρούσε ιδιαίτερα σέξυ κάποιον που φαινόταν εξ ίσου "καταραμμένος" με αυτήν.
Απο τα ηχεία ξεχύνοταν η "αισθησιακή" φωνή του Ρόμπερτ Πλάντ,που έκλαιγε για τον χαμένο του έρωτα,ακριβώς την εποχή που κάθε βράδυ πήδαγε 23 16χρονές,μαστουρωμένος με την καλύτερη κόκα που παρήγαγε ποτέ,μια λατινοαμερικάνικη μπανανία.
"Γάμα τους Ζeppelin",σκέφτηκε απο μέσα του."Και τους γαμημένους Purple στον γυρισμό μου σπίτι",καθώς ακούγοταν οι πρώτες νότες του Smoke On The Water.
Ήταν έτοιμος να τσακωθεί με τον μπάρμαν για την μουσική,ακόμα και να πεθάνει για να μην αναγκαστεί να ακούσει άλλη μια νότα hard rock,όταν απο την πόρτα μπήκε ο αγαθός γίγαντας.Επί τέλους,είχε έρθει.
Μετά τα high five,τα "τι λέει ρε μαλάκα;" και τις γενικές παρατηρήσεις σχετικά με το πόσο πανέμορφοι παραμένουν,ο κολλητός έκατσε,πήρε ενα τζίν τόνικ,άναψε τσιγάρο,κόιταξε διακριτικά τα μπούτια της σαραντάρας,και πλέον ήταν έτοιμοι να αρχίσουν την συζήτηση για την οποία είχαν έρθει σ'αυτό το υποφωτισμένο και άγνωστο σ'αυτούς υπόγειο.
Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου